- συζευγνύω
- (αόρ. συνέζευξα, παθ. αόρ. συνεζεύχθην, μετχ. πρκ. συνεζευγμένος) μετ.1) сопрягать; соединять, сочетать; 2) сочетать браком;
συζευγνύομαι — сочетёться браком, вступать в брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συζευγνύομαι — сочетёться браком, вступать в брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συζευγνύω — συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω] 1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.) 2. συνδέω με… … Dictionary of Greek
συζευγνύω — συζεύγνυμι yoke together pres subj act 1st sg συζεύγνυμι yoke together pres subj act 1st sg συζεύγνυμι yoke together pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύζευγμα — το, Ν [συζευγνύω] το αποτέλεσμα τού συζευγνύω, συνένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων … Dictionary of Greek
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
παρασυζεύγνυμι — Α συζευγνύω πλησίον, παραπλεύρως, ζευγαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συζεύγνυμι «ζευγαρώνω»] … Dictionary of Greek
προσυζεύγνυμι — Μ [συζεύγνυμι] συζευγνύω, ενώνω στον ίδιο ζυγό προηγουμένως … Dictionary of Greek
συζεύγνυμι — Α βλ. συζευγνύω … Dictionary of Greek
συζεύγω — Ν βλ. συζευγνύω … Dictionary of Greek
συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… … Dictionary of Greek
συνεζευγμένως — Α επίρρ. κατά ζεύγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος τού συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek